παλιμπετής — falling back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετῆ — παλιμπετής falling back neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παλιμπετής falling back masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παλιμπετής falling back masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετεῖς — παλιμπετής falling back masc/fem acc pl παλιμπετής falling back masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετές — παλιμπετής falling back masc/fem voc sg παλιμπετής falling back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετέας — παλιμπετής falling back masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετέες — παλιμπετής falling back masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπετῶς — παλιμπετής falling back adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιοπετής — ἐναντιοπετής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλιμπετής, ὀπισθόρμητος ἤ ἐναντιοπετής» … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλιμπέτεια — παλιμπέτεια, ἡ (Α) [παλιμπετής] επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek